- εὑρίσκονται
- εὑρίσκωfindpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обрѣтатисѧ — ОБРѢТА|ТИСѦ (171), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Быть находимым, обнаруживаться, отыскиваться: Тако же годѣ ѥсть о младеньциихъ елишьды не обрѣтаютьсѧ извѣстии послѹси си˫а вѣрьно крьщены гл҃юще быти. (μή εὑρίσκονται) ΚΕ XII, 140а; доилищи [в др. сп. доилици] … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
τρισάρνητος — ον, Μ αυτός που είναι αρνητής τών πάντων, που τηρεί τελείως αρνητική στάση σε όλα («εὑρίσκονται οἱ εἰκονομάχοι οὐκ ἀρνησίχριστοι μόνον, ἀλλὰ γὰρ καὶ τρισάρνητοι», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἀρνοῦμαι] … Dictionary of Greek
Γαλαξίδι — Κωμόπολη (1.718 κάτ.) του νομού Φωκίδος, στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού κόλπου, έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην περίοδο της ιστιοφόρου ναυτιλίας, το Γ. γνώρισε μεγάλη ακμή και ήταν πασίγνωστο για τον μεγάλο στόλο, τον πλούτο και τη ναυτική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Καλούδης, Αρσένιος — (Ηράκλειο Κρήτης ; – Βενετία 1693).Λόγιος μοναχός. Έγραψε πολλά έργα, μεταξύ των οποίων το Προσκυνητάριον ιερών τόπων, όπου ευρίσκονται εις την αγίαν πόλιν της Ιερουσαλήμ (1653) και πολλές ομιλίες. Επιμελήθηκε, επίσης, την έκδοση του Θησαυρού του … Dictionary of Greek
Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… … Dictionary of Greek
Μπερτσέλιους, Γενς Γιάκομπ — (Jens Jakob Berzelius, Βεβερσούντα, Σέργκαρντ 1779 – Στοκχόλμη 1848). Σουηδός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, την οποία άσκησε για μια μικρή περίοδο, και ύστερα χημεία στην Ουψάλα· υπήρξε καθηγητής της χημείας στην ιατρική σχολή της Στοκχόλμης… … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek
εὑρίσκοντ' — εὑρίσκοντα , εὑρίσκω find pres part act neut nom/voc/acc pl εὑρίσκοντα , εὑρίσκω find pres part act masc acc sg εὑρίσκοντι , εὑρίσκω find pres part act masc/neut dat sg εὑρίσκοντι , εὑρίσκω find pres ind act 3rd pl (doric) εὑρίσκοντο , εὑρίσκω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)